Ο σακχαρώδης διαβήτης (ΣΔ) είναι χρόνια μεταβολική νόσος με αυξανόμενα ποσοστά παγκοσμίως. Υπολογίζεται ότι περίπου 540 εκατ. άνθρωποι πάσχουν από διαβήτη παγκοσμίως, ποσοστό που αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω. Στην Ευρώπη προβλέπεται ότι έως το 2045 θα φτάσει το 9,2% του πληθυσμού (περίπου 61 εκατ. άτομα), ενώ στην Ελλάδα το 11% του πληθυσμού έχει διαβήτη.
Ο ΣΔ διακρίνεται κυρίως σε δύο τύπους: τύπου 1 (παιδικός/ινσουλινοεξαρτώμενος) και τύπου 2 (ενήλικος, μη ινσουλινοεξαρτώμενος). Στον διαβήτη τύπου 1 υπάρχει σχεδόν πλήρης έλλειψη ινσουλίνης (ο οργανισμός παράγει ελάχιστη ή καθόλου ινσουλίνη) και οι ασθενείς απαιτούν συνεχή χορήγηση ινσουλίνης. Αντίθετα, στον διαβήτη τύπου 2 (περίπου το 80% των περιπτώσεων) οι ασθενείς παράγουν κάποια ινσουλίνη, αλλά παρουσιάζουν αντίσταση σε αυτή, το πάγκρεας δεν καλύπτει τις ανάγκες του σώματος, με συνέπεια την υψηλή γλυκόζη στο αίμα. Ο ΣΔ2 συσχετίζεται στενά με την παχυσαρκία και την καθιστική ζωή: εμφανίζεται κυρίως σε ενήλικες, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε μη παχύσαρκα ή ακόμη και νεαρά άτομα.
Παρά το διαφορετικό υπόβαθρο, και στους δύο τύπους η διατροφή παίζει βασικό ρόλο στη διαχείριση της νόσου. Ο στόχος είναι να διατηρούνται σταθερά τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, να επιτυγχάνεται φυσιολογικό σωματικό βάρος και να ελαχιστοποιείται ο καρδιαγγειακός κίνδυνος. Γι’ αυτό απαιτείται ισορροπημένο διαιτολόγιο, εξατομικευμένο με βάση τις ανάγκες κάθε ατόμου. Παρακάτω δίνονται βασικές αρχές και συστάσεις:
-
Σύνθετοι υδατάνθρακες πλούσιοι σε ίνες: Επιλέγουμε ψωμί ολικής άλεσης, πολύσπορα δημητριακά, βρώμη, καστανό ρύζι και όσπρια. Αυτοί οι σύνθετοι υδατάνθρακες απορροφώνται πιο αργά και βοηθούν στην καλύτερη ρύθμιση του σακχάρου.
-
Πλούσια σε λαχανικά, φρούτα, όσπρια: Καθημερινά εντάσσουμε αρκετά φρούτα (ιδανικά ώριμα), ωμά λαχανικά και όσπρια (φακές, φασόλια κλπ.), διότι περιέχουν φυτικές ίνες και αντιοξειδωτικά. Αυτά επιβραδύνουν την πέψη της γλυκόζης και βελτιώνουν την ευαισθησία στην ινσουλίνη.
-
Περιορισμός ζάχαρης και επεξεργασμένων τροφών: Αποφεύγουμε τα πρόσθετα σάκχαρα (όπως γλυκά, αναψυκτικά, έτοιμα γεύματα) και τα υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα, που επιβαρύνουν το σάκχαρο και τους δείκτες υγείας. Μια μελέτη τονίζει ότι η τήρηση υγιεινής διατροφής (π.χ. μεσογειακής) είναι ζωτικής σημασίας για την πρόληψη του ΣΔ2, ενώ μια ανθυγιεινή δίαιτα σχετίζεται με την εμφάνιση και επιδείνωση της νόσου.
-
Συχνά, μικρά γεύματα με ισορροπημένη κατανομή: Εισάγουμε 3 κύρια γεύματα + ενδιάμεσα σνακ σε διαστήματα ~3–4 ωρών, ώστε να αποφεύγονται απότομες αιχμές γλυκόζης. Μελέτες συνιστούν ότι η κατανομή των γευμάτων σε σταθερά διαστήματα βοηθά στη διατήρηση ομαλών επιπέδων σακχάρου.
-
Έλεγχος μερίδων και καταμέτρηση: Μετράμε τις μερίδες μας και μετριάστε την ποσότητα τροφών όπως ψωμί, πατάτες, ζυμαρικά. Ο έλεγχος των θερμίδων και η μέτρηση των ποσοτήτων συμβάλλουν στην απώλεια βάρους (αν χρειάζεται) και στον σωστό γλυκαιμικό έλεγχο.
-
Υγιή λίπη: Προτιμούμε ελαιόλαδο, αβοκάντο, ξηρούς καρπούς και ψάρια πλούσια σε ω-3 (σολομός, σαρδέλες), τα οποία προστατεύουν την καρδιά και δεν αυξάνουν το σάκχαρο. Η μεσογειακή δίαιτα (πλούσια σε ελαιόλαδο και ξηρούς καρπούς) συσχετίζεται με χαμηλότερο καρδιαγγειακό κίνδυνο και καλύτερο έλεγχο γλυκόζης.
-
Άφθονο νερό: Πίνουμε 6–8 ποτήρια νερό ημερησίως και αποφεύγουμε τα αλκοολούχα ποτά και τα ζαχαρούχα ροφήματα. Η επαρκής ενυδάτωση βοηθά στη φυσιολογική μεταβολική λειτουργία.
-
Συνεχής κινητικότητα: Συνδυάζουμε τη διατροφή με τακτική άσκηση (π.χ. 30–60΄ περπάτημα ή κολύμβηση καθημερινά). Η άσκηση βελτιώνει την ευαισθησία στην ινσουλίνη, διευκολύνει την απώλεια βάρους και βοηθά στη ρύθμιση του σακχάρου.
Μεσογειακή Διατροφή και Διαβήτης
Η μεσογειακή διατροφή θεωρείται ένα από τα πιο υγιεινά πρότυπα διατροφής για το διαβήτη. Βασίζεται σε παραδοσιακές επιλογές των λαών γύρω από τη Μεσόγειο: πλούσια σε φρούτα, λαχανικά, όσπρια, ελαιόλαδο, ψάρια και ξηρούς καρπούς, με μέτρια πρόσληψη γαλακτοκομικών χαμηλών λιπαρών και περιορισμένο κόκκινο κρέας. Αυτά τα τρόφιμα είναι γεμάτα διατροφικές ίνες και αντιοξειδωτικά που βελτιώνουν το γλυκαιμικό προφίλ των ασθενών: για παράδειγμα, έχει βρεθεί ότι η υψηλή προσκόλληση σε μεσογειακό πρότυπο συνδέεται με ελάττωση του κινδύνου ΣΔ2 κατά ~23%.
Σημαντικά επιστημονικά αποτελέσματα ενισχύουν το όφελος της μεσογειακής δίαιτας: σε μεγάλη τυχαιοποιημένη μελέτη (PREDIMED), ασθενείς που ακολούθησαν μεσογειακή δίαιτα παρουσίασαν 30% μικρότερη επίπτωση νέου διαβήτη τύπου 2 σε σύγκριση με αυτούς που έτρωγαν δίαιτα περιορισμένων λιπαρών. Οι φυτοχημικές ουσίες και οι φυτικές ίνες της διατροφής αυτής επιβραδύνουν την πέψη του αμύλου και μειώνουν την απορρόφηση γλυκόζης, βελτιώνοντας την ευαισθησία στην ινσουλίνη.
Έτσι, η μεσογειακή δίαιτα συστήνεται ευρέως για τα άτομα με διαβήτη: βασικός άξονας είναι η ποικιλία φυτικών τροφών. Καθημερινά συνιστώνται πολλά λαχανικά (μαγειρεμένα και ωμά), φρούτα εποχής, όσπρια (φακές, ρεβίθια) και ολικής αλέσεως δημητριακά. Το ελαιόλαδο χρησιμοποιείται ως κύριο λίπος στην κουζίνα. Καταναλώνονται άπαχο κρέας και πουλερικά σε μικρές ποσότητες, ενώ ενισχύεται η κατανάλωση ψαριών (όσον το δυνατόν περισσότερο φρέσκα) που είναι πηγή «καλών» λιπαρών. Σε όλες τις περιπτώσεις, η προσέλευση των τροφών γίνεται με μέτρο και ποικιλία, ώστε να καλύπτονται όλες οι θρεπτικές ανάγκες.
Δίαιτα Χαμηλών Υδατανθράκων
Μια άλλη προσέγγιση που βρίσκει όλο και περισσότερη υποστήριξη είναι η χαμηλή πρόσληψη υδατανθράκων. Στοχεύει στη μείωση των τροφών πλούσιων σε άμυλο και σάκχαρα (ψωμί, ζυμαρικά, πατάτες, ζάχαρη), αντικαθιστώντας τα με λαχανικά χωρίς άμυλο, πρωτεΐνη (κρέας, ψάρι, αυγά, γαλακτοκομικά) και υγιή λίπη. Μελέτες δείχνουν ότι δίαιτες χαμηλών υδατανθράκων μπορούν να βελτιώσουν σημαντικά τον γλυκαιμικό έλεγχο: σε μία μελέτη σε ασθενείς με ΣΔτ2, όσοι ακολούθησαν δίαιτα με μόλις 20% ενέργεια από υδατάνθρακες πέτυχαν μεγαλύτερη μείωση σακχάρου και δεικτών φλεγμονής από ό,τι ομάδα με δίαιτα πλούσια σε υδατάνθρακες.
Αυτό αποτυπώνεται και σε επίσημες συστάσεις: σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της American Diabetes Association, το διαιτητικό πρότυπο χαμηλών υδατανθράκων απέδωσε τον καλύτερο έλεγχο της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c) σε σχέση με άλλα διαιτητικά σχήματα. Δηλαδή, η μείωση των υδατανθράκων φαίνεται να επιφέρει μεγαλύτερη πτώση των επιπέδων του σακχάρου μακροπρόθεσμα. Γενικά, ως «χαμηλή» ορίζεται η πρόσληψη υδατανθράκων στο 26–45% των συνολικών θερμίδων, ενώ πολύ χαμηλές (κετογονικές) δίαιτες περιορίζουν τους υδατάνθρακες ακόμα περισσότερο (<26%).
Στην πράξη, η διατροφή χαμηλών υδατανθράκων συνίσταται σε καθημερινή κατανάλωση μη αμυλούχων λαχανικών (π.χ. λαχανικά φύλλων, μπρόκολο, κολοκυθάκια), άπαχων πρωτεϊνών (γάλα, γιαούρτι, τυρί, κρέας, ψάρι) και «καλών» λιπών (ελαιόλαδο, ξηρούς καρπούς, αβοκάντο). Οι μερίδες στα υπόλοιπα γεύματα είναι μεθοδικά υπολογισμένες ή μετρημένες. Η ενέργεια από τους περιορισμένους υδατάνθρακες προέρχεται από τρόφιμα με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη, που ανεβάζουν βραδύτερα το σάκχαρο. Βέβαια, κάθε αλλαγή στη διατροφή πρέπει να γίνει συντονισμένα με τον γιατρό και τον διατροφολόγο, ειδικά σε ασθενείς με ΣΔ τύπου 1 που λαμβάνουν ινσουλίνη (για να «ταιριάξουν» η γεύματα με τις δόσεις ινσουλίνης). Σε κάθε περίπτωση, και οι ειδικοί υπογραμμίζουν ότι η απώλεια βάρους, αν χρειάζεται, ενισχύει την αποτελεσματικότητα των παραπάνω διαιτητικών στρατηγικών
Συμπέρασμα
Η διατροφή αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο στη διαχείριση του διαβήτη τύπου 1 και 2. Επιλέγοντας σύνθετους υδατάνθρακες πλούσιους σε φυτικές ίνες και περιορίζοντας τα απλά σάκχαρα, καθώς και ακολουθώντας πρότυπα όπως η μεσογειακή δίαιτα ή – όπου ενδείκνυται – ένα σχήμα χαμηλών υδατανθράκων, μπορούμε να βελτιώσουμε την ποιότητα ρύθμισης του σακχάρου. Η εξειδίκευση (π.χ. με τη συμβολή διαιτολόγου) και η συνέπεια στην τήρηση του προγράμματος είναι κρίσιμα στοιχεία για να πετύχει ο στόχος. Τέλος, η φυσιολογική σωματική δραστηριότητα (περπάτημα, κολύμπι, ποδήλατο κ.ά.) συμπληρώνει ιδανικά τη δίαιτα, ενισχύοντας περαιτέρω τον έλεγχο των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα. Με αυτές τις επιστημονικά τεκμηριωμένες πρακτικές, κάθε άτομο με διαβήτη μπορεί να εξασφαλίσει καλύτερη υγεία και ποιότητα ζωής.